- μιγματίτης
- Όρος της γεωλογίας, που υποδηλώνει μια μάζα κατά ένα μέρος στερεά και κατά ένα μέρος σε κατάσταση τήξης, η οποία προέρχεται από τις χαμηλές ζώνες του φλοιού της Γης, όταν οι φυσικοί παράγοντες της μεταμόρφωσης (θερμοκρασία και πίεση) φτάνουν σε τιμές τέτοιες ώστε να επιφέρουν τη μερική (σε ορισμένες περιπτώσεις και ολική) τήξη του πετρώματος. Στην περίπτωση της ολικής τήξης, το φαινόμενο αυτό ονομάζεται υπερμεταμόρφωση.
Κατά τον σχηματισμό του μ. η τήξη των συστατικών στοιχείων του πετρώματος δεν γίνεται συγχρόνως αλλά τα ορυκτά που τον αποτελούν τήκονται διαδοχικά, ανάλογα με το σημείο τήξης τους. Γι’ αυτό ακριβώς οι μ. αποτελούνται γενικά από ένα μέρος ρευστό και ένα στερεό. Τα πετρώματα που προκύπτουν από την ανακρυστάλλωση του μ. μπορεί έτσι να είναι σχηματισμένα από θραύσματα πετρωμάτων που προϋπήρχαν και από ένα τελείως νέο πέτρωμα (αναγεννημένο).
Πολλοί πετρογράφοι πιστεύουν ότι οι γρανίτες δεν προέρχονται από μια απευθείας στερεοποίηση του αρχικού μάγματος, αλλά από μια υπερμεταμόρφωση προϋπαρχόντων πετρωμάτων, πλούσιων σε πυρίτιο (SiO2), τα οποία πέρασαν από μια μιγματική φάση.
* * *ο(πετρογρ.) πέτρωμα που αποτελείται από μεταμορφωμένο περιβάλλον υλικό με φλέβες ή διεισδύσεις γρανιτικού μίγματος.
Dictionary of Greek. 2013.